- κάλπη
- Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος.
Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της εποχής του χαλκού γενικεύτηκε σε ορισμένες απομονωμένες περιοχές (π.χ. στη ζώνη του Δούναβη), για να διαδοθεί αργότερα σχεδόν παντού. Στο τέλος της εποχής του χαλκού και στις αρχές της εποχής του σιδήρου υπήρξε ο μοναδικός τύπος ταφικού εθίμου σχεδόν σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Το σχήμα των αγγείων που προορίζονταν για τη φύλαξη της τέφρας των νεκρών δεν ήταν αρχικά αυστηρά καθορισμένο και κάθε πολιτισμός χρησιμοποιούσε για τον σκοπό αυτόν τα ποικίλα οικιακά σκεύη του. Κατά την περίοδο όμως της μεγάλης εξάπλωσης του εθίμου σε πολλούς λαούς, όπως σε εκείνους που ανήκαν στον πολιτισμό των πεδιάδων της Κεντρικής Ευρώπης, επικράτησαν ορισμένες τυπικές μορφές και έτσι υπερίσχυσαν κυρίως τα σχήματα με δύο κώνους. Ο απλούστερος τύπος δικωνικής κ., σχηματισμένος από δύο κώνους ενωμένους στη βάση, εμφανίστηκε στον πολιτισμό των πεδιάδων, ιδιαίτερα στις πρωτοβιλανόβιες ομάδες της Ιταλίας. Στον πολιτισμό της Βιλανόβα τον πιο διαδεδομένο τύπο κ. αποτελούσαν δύο ανόμοιοι κορμοί κώνων –ο επάνω κώνος ήταν μικρότερος– με δύο λαβές, τη μία από τις οποίες συνήθιζαν να σπάζουν τη στιγμή της απόθεσης στον τάφο.
Η κ. χρησιμοποιήθηκε κατά την αρχαιότητα και για τη συλλογή των ψήφων. Την ίδια χρήση έχει και σήμερα, καθώς κ. ονομάζεται το κιβώτιο στο οποίο οι ψηφοφόροι τοποθετούν τα ψηφοδέλτια κατά τις βουλευτικές, τις δημοτικές ή τις εκλογές για την ανάδειξη του Ευρωκοινοβουλίου. Σύμφωνα με τη νομοθεσία, η κ. τοποθετείται από την προηγούμενη ημέρα της ψηφοφορίας στο τραπέζι της εφορευτικής επιτροπής, η οποία την παραλαμβάνει μία ώρα πριν από την έναρξη της ψηφοφορίας, τη σφραγίζει και την αποσφραγίζει μετά το τέλος της ψηφοφορίας.
Κάλπη σε σχήμα καλύβας· προέρχεται από τους λόφους Αλμπάνι (Λάτιο) και ανάγεται στην εποχή του σιδήρου (Μουσείο της Έπαυλης Τζούλια, Ρώμη).
Κάλπη που χρησιμοποείται για τη συλλογή ψήφων στις εκλογές (φωτ. ΑΠΕ).
* * *(I)η (Α κάλπη)νεοελλ.1. δοχείο ή κιβώτιο μέσα στο οποίο οι ψηφοφόροι ρίχνουν στις εκλογές τα ψηφοδέλτιά τους2. η κληρωτίδααρχ.1. δοχείο για την εναπόθεση τής τέφρας τού νεκρού, τεφροδόχος υδρία2. ως κύριο όν. η Κάλπηαστρολ. ονομασία τού αστερισμού τού Υδροχόου.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο αρχ. τ. κάλπη αποτελεί παράλληλο τ. τής λ. κάλπις, ενώ ο τ. τής αιτ. (την) κάλπην θεωρείται άλλη γραφή τού τ. κάλπιν (αιτ. τής λ. κάλπις). Η λ. με την νεοελλ. σημ. «κιβώτιο στο οποίο συγκεντρώνονται τα ψηφοδέλτια» προέρχεται από τον αρχ. τ. κάλπη, πιθ. υπό την επίδραση τής αντίστοιχης σημ. τής λ. κάλπις].————————(II)κάλπη, ἡ (Α)1. καλπασμός, τρέξιμο αλόγων με καλπασμό2. φρ. «κάλπης δρόμος» — αγώνας ιπποδρομίας στους Ολυμπιακούς αγώνες.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. ανάγεται πιθ. σε ονοματοποιία, ενώ η σύνδεση της με λιθουαν. klupti «προσκρούω, σκοντάφτω» και γοτθ. hlaupan «τρέχω» είναι αβέβαιη. Από τη λ. αυτή παράγεται το ρ. καλπάζω].
Dictionary of Greek. 2013.